- μίγματα
- μίγμαmixtureneut nom/voc/acc plμί̱γματα , μῖγμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρακεμικός — ή, ό, Ν φρ. α) «ρακεμικά μίγματα» χημ. ισομοριακά μίγματα τών δύο οπτικών αντιπόδων χημικών ενώσεων, οι οποίες παρουσιάζουν εναντιομορφία, δηλαδή μια μορφή οπτικής ισομέρειας β) «ρακεμικό οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος που ενίοτε παράγεται κατά τη… … Dictionary of Greek
ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… … Dictionary of Greek
βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… … Dictionary of Greek
βεγγαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Βεγγάλη της Ινδίας 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) βεγγαλικά, τα χημικά μίγματα που αναφλέγονται και παράγουν πολύχρωμες λαμπρές φλόγες, πυροτεχνήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βεγγάλη, η ονομασία της ινδικής πόλης. Η λ.… … Dictionary of Greek
ενάργυρος — η, ο (για μίγματα) αυτός που περιέχει άργυρο, ο αργυρούχος … Dictionary of Greek
μιγματοπώλης — μιγματοπώλης, ὁ (Α) αυτός ο οποίος πουλά μίγματα, και ιδίως φάρμακα, φαρμακοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίγμα ατος + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. κριθο πώλης] … Dictionary of Greek
ναρκυλένιο — το (φαρμ.) ονομασία τού καθαρού ακετυλενίου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ως αναισθητικό, αλλά εγκαταλείφθηκε εξαιτίας τών κινδύνων εκρήξεων, επειδή σε επαφή με τον αέρα σχηματίζει εκρηκτικά μίγματα … Dictionary of Greek
πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… … Dictionary of Greek
τελεμές — ο, Ν (τροφ. τεχνολ.) είδος παραδοσιακού μαλακού λευκού τυριού άλμης τών ηπειρωτικών διαμερισμάτων τής χώρας, που παρασκευάζεται από κατσικήσιο, πρόβειο ή αγελαδινό γάλα ή από μίγματά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telemes] … Dictionary of Greek
τριμίγματος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μίγμα, ατος (πρβλ. πολυ μίγματος)] … Dictionary of Greek